- θοιρακωτός
- -ή, -ό [θώρακας]1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτόα) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδοβ) θωρηκτό*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.